επικαρπίζομαι

επικαρπίζομαι
ἐπικαρπίζομαι (Α)
εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» — το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό έδαφος» < καρπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπικαρπίζεται — ἐπικαρπίζομαι draw the nutriment from pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”